- ὁμοβώμιοι
- ὁμοβώμιοςhaving a common altarmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομωχέτας — ὁμωχέτας, ὁ (Α) αυτός που έχει κάτι μαζί με κάποιον άλλο ή αυτός που συγκατοικεί με άλλον («ὁμωχέται θεοί» οἱ συμμετέχοντες τῶν αὐτῶν σπονδῶν ἢ ὁμοβώμιοι καὶ ὁμόναοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὁμο εχέτας, με συναίρεση τών φωνηέντων οε (<… … Dictionary of Greek